- συμπαραμετρεῖται
- σύν-παραμετρέωmeasurepres ind mp 3rd sg (attic epic)σύν-παραμετρέωmeasurepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαραμετρώ — έω, ΜΑ μετρώ συγχρόνως («συμπαραμετρεῑται δὲ πάντως κατά τὸ σιωπώμενον καὶ ὁ χρόνος», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραμετρῶ «μετρώ, παραβάλλω, συγκρίνω»] … Dictionary of Greek